Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετρόω
καταπεφρονηκότως
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστεύω
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
κατάπλεος
καταπλέω
κατάπληξις
View word page
καταπιπράσκω
καταπιπράσκω to sell outright, καταπραθείς Luc.

ShortDef

to sell outright

Debugging

Headword:
καταπιπράσκω
Headword (normalized):
καταπιπράσκω
Headword (normalized/stripped):
καταπιπρασκω
IDX:
17146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17162
Key:
katapipra/skw

Data

{'content': 'καταπιπράσκω\n to sell outright, καταπραθείς Luc.', 'key': 'katapipra/skw'}