Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπεδάω
καταπείθω
καταπειλέω
κατά
καταπειρατηρία
καταπελτάζω
καταπεμπτέος
καταπέμπω
καταπενθέω
καταπέρδομαι
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετρόω
καταπεφρονηκότως
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
View word page
καταπέσσω
καταπέσσω fut. -πέψω to boil down, to digest food, Arist.:—metaph. to digest, keep from rising, Lat. concoquere, κ. χόλον Il.; κ. μέγαν ὄλβον, i. e. to bear great fortune meekly, Pind.

ShortDef

to boil down, to digest food

Debugging

Headword:
καταπέσσω
Headword (normalized):
καταπέσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπεσσω
IDX:
17135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17151
Key:
katape/ssw

Data

{'content': 'καταπέσσω\n fut. -πέψω\n to boil down, to digest food, Arist.:—metaph. to digest, keep from rising, Lat. concoquere, κ. χόλον Il.; κ. μέγαν ὄλβον, i. e. to bear great fortune meekly, Pind.', 'key': 'katape/ssw'}