Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάπαστος
καταπατέω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπείθω
καταπειλέω
κατά
καταπειρατηρία
καταπελτάζω
καταπεμπτέος
καταπέμπω
καταπενθέω
καταπέρδομαι
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετρόω
καταπεφρονηκότως
View word page
καταπελτάζω
καταπελτάζω fut. άσομαι to overrun with light-armed troops (πελτασταί) , Ar.
ShortDef
to overrun with light-armed troops
Debugging
Headword:
καταπελτάζω
Headword (normalized):
καταπελτάζω
Headword (normalized/stripped):
καταπελταζω
IDX:
17130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17146
Key:
katapelta/zw
Data
{'content': 'καταπελτάζω\n fut. άσομαι\n to overrun with light-armed troops (πελτασταί) , Ar.', 'key': 'katapelta/zw'}