Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμβολάδην
ἀμβολά
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβροσία
ἀμβρόσιος
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἀμέγαρτος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλεια
ἀμέλει
ἀμελετησία
View word page
ἀμέθυστος
ἀμέθυστος μεθύω not drunken, Plut. as Subst., ἀμέθυστος, ἡ, amethyst, the precious stone, supposed to be a remedy against drunkenness, NTest.
ShortDef
not drunken; (n) amethyst
Debugging
Headword:
ἀμέθυστος
Headword (normalized):
ἀμέθυστος
Headword (normalized/stripped):
αμεθυστος
IDX:
1714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1714
Key:
a)me/qustos
Data
{'content': 'ἀμέθυστος\n μεθύω\n not drunken, Plut.\n as Subst., ἀμέθυστος, ἡ, amethyst, the precious stone, supposed to be a remedy against drunkenness, NTest.', 'key': 'a)me/qustos'}