Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
καταπάλλομαι
καταπάσσω
κατάπαστος
καταπατέω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπείθω
καταπειλέω
κατά
καταπειρατηρία
καταπελτάζω
καταπεμπτέος
καταπέμπω
καταπενθέω
View word page
κατάπαυσις
κατάπαυσις κατάπαυσις, εως from καταπαύω a putting to rest: a putting down, deposing, Hdt. a cessation, calm, NTest.

ShortDef

a putting to rest: a putting down, deposing

Debugging

Headword:
κατάπαυσις
Headword (normalized):
κατάπαυσις
Headword (normalized/stripped):
καταπαυσις
IDX:
17123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17139
Key:
kata/pausis

Data

{'content': 'κατάπαυσις\n κατάπαυσις, εως\n from καταπαύω\n a putting to rest: a putting down, deposing, Hdt.\n a cessation, calm, NTest.', 'key': 'kata/pausis'}