Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
καταπάλλομαι
καταπάσσω
κατάπαστος
καταπατέω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπείθω
καταπειλέω
κατά
καταπειρατηρία
καταπελτάζω
καταπεμπτέος
καταπέμπω
View word page
κατάπαυμα
κατάπαυμα κατάπαυμα, ατος, τό, a means of stopping, Il. from καταπαύω

ShortDef

a means of stopping

Debugging

Headword:
κατάπαυμα
Headword (normalized):
κατάπαυμα
Headword (normalized/stripped):
καταπαυμα
IDX:
17122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17138
Key:
kata/pauma

Data

{'content': 'κατάπαυμα\n κατάπαυμα, ατος, τό,\n a means of stopping, Il.\n from καταπαύω', 'key': 'kata/pauma'}