Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταξαίνω
καταξενόομαι
κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
καταπάλλομαι
καταπάσσω
κατάπαστος
καταπατέω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπείθω
καταπειλέω
κατά
καταπειρατηρία
καταπελτάζω
View word page
κατάπαστος
κατάπαστος from καταπάσσω κατάπαστος, ον besprinkled, Ar. embroidered, Ar.

ShortDef

besprinkled

Debugging

Headword:
κατάπαστος
Headword (normalized):
κατάπαστος
Headword (normalized/stripped):
καταπαστος
IDX:
17120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17136
Key:
kata/pastos

Data

{'content': 'κατάπαστος\n from καταπάσσω\n κατάπαστος, ον\n besprinkled, Ar.\n embroidered, Ar.', 'key': 'kata/pastos'}