Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανύω
καταξαίνω
καταξενόομαι
κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
καταπάλλομαι
καταπάσσω
κατάπαστος
καταπατέω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
καταπείθω
View word page
καταπακτός
καταπακτός καταπακτός, ή, όν καταπήγνυμι shutting downwards, καταπακτὴ θύρα a trap-door, Hdt.

ShortDef

shutting downwards

Debugging

Headword:
καταπακτός
Headword (normalized):
καταπακτός
Headword (normalized/stripped):
καταπακτος
IDX:
17116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17132
Key:
katapakto/s

Data

{'content': 'καταπακτός\n καταπακτός, ή, όν\n καταπήγνυμι\n shutting downwards, καταπακτὴ θύρα a trap-door, Hdt.', 'key': 'katapakto/s'}