καταπακτός
καταπακτός
καταπακτός, ή, όν
καταπήγνυμι
shutting downwards, καταπακτὴ θύρα a trap-door, Hdt.
{
"content": "καταπακτός\n καταπακτός, ή, όν\n καταπήγνυμι\n shutting downwards, καταπακτὴ θύρα a trap-door, Hdt.",
"key": "katapakto/s"
}