Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανύω
καταξαίνω
καταξενόομαι
κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
καταπάλλομαι
καταπάσσω
κατάπαστος
καταπατέω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
καταπεδάω
View word page
καταπαίζω
καταπαίζω fut. -παίξομαι to mock at, τινός Anth.

ShortDef

to mock at

Debugging

Headword:
καταπαίζω
Headword (normalized):
καταπαίζω
Headword (normalized/stripped):
καταπαιζω
IDX:
17115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17131
Key:
katapai/zw

Data

{'content': 'καταπαίζω\n fut. -παίξομαι\n to mock at, τινός Anth.', 'key': 'katapai/zw'}