Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμβλωπός
ἀμβολάδην
ἀμβολά
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβροσία
ἀμβρόσιος
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἀμέγαρτος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλεια
ἀμέλει
View word page
ἀμεθύστινος
ἀμεθύστινος From ἀμέθυστος of amethyst, Luc.

ShortDef

of amethyst

Debugging

Headword:
ἀμεθύστινος
Headword (normalized):
ἀμεθύστινος
Headword (normalized/stripped):
αμεθυστινος
IDX:
1713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1713
Key:
a)mequ/stinos

Data

{'content': 'ἀμεθύστινος\n From ἀμέθυστος\n of amethyst, Luc.', 'key': 'a)mequ/stinos'}