Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανύω
καταξαίνω
καταξενόομαι
κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
καταπάλλομαι
καταπάσσω
κατάπαστος
καταπατέω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
View word page
καταξιόω
καταξιόω fut. ώσω to deem worthy, Plat.:—Mid. to hold in high esteem, Aesch. πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ I bid a long farewell to calamities, Aesch.; σύ τοι κατηξίωσας thou wouldʼst have it so, Soph.

ShortDef

to deem worthy

Debugging

Headword:
καταξιόω
Headword (normalized):
καταξιόω
Headword (normalized/stripped):
καταξιοω
IDX:
17113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17129
Key:
katacio/w

Data

{'content': 'καταξιόω\n fut. ώσω\n to deem worthy, Plat.:—Mid. to hold in high esteem, Aesch.\n πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ I bid a long farewell to calamities, Aesch.; σύ τοι κατηξίωσας thou wouldʼst have it so, Soph.', 'key': 'katacio/w'}