Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανύω
καταξαίνω
καταξενόομαι
κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
καταπάλλομαι
καταπάσσω
κατάπαστος
καταπατέω
View word page
καταξενόομαι
καταξενόομαι ξενόω Pass. to be received as a guest, perf. part. κατεξενωμένος Aesch.

ShortDef

to be received as a guest

Debugging

Headword:
καταξενόομαι
Headword (normalized):
καταξενόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταξενοομαι
IDX:
17111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17127
Key:
kataceno/omai

Data

{'content': 'καταξενόομαι\n ξενόω\n Pass. to be received as a guest, perf. part. κατεξενωμένος Aesch.', 'key': 'kataceno/omai'}