Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανύω
καταξαίνω
καταξενόομαι
κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
καταπάλλομαι
καταπάσσω
κατάπαστος
View word page
καταξαίνω
καταξαίνω fut. -ξανῶ to card or comb well: to tear in pieces, rend in shreds, Eur.; καταξαίνειν τινὰ εἰς φοινικίδα to pound him to red rags, Ar.:—Pass., καταξανθείς crushed to atoms, Soph.; πρὶν κατεξάνθαι Eur. to wear or waste away, Lat. atterere, Aesch.: Pass., κατεξάνθην πόνοις, δακρύοις Eur.

ShortDef

to card

Debugging

Headword:
καταξαίνω
Headword (normalized):
καταξαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταξαινω
IDX:
17110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17126
Key:
katacai/nw

Data

{'content': 'καταξαίνω\n fut. -ξανῶ\n to card or comb well: to tear in pieces, rend in shreds, Eur.; καταξαίνειν τινὰ εἰς φοινικίδα to pound him to red rags, Ar.:—Pass., καταξανθείς crushed to atoms, Soph.; πρὶν κατεξάνθαι Eur.\n to wear or waste away, Lat. atterere, Aesch.: Pass., κατεξάνθην πόνοις, δακρύοις Eur.', 'key': 'katacai/nw'}