Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάνομαι
κατανοτίζω
κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανύω
καταξαίνω
καταξενόομαι
κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
καταπάλλομαι
View word page
κατανύσσω
κατανύσσω aor2 -ενύγην in Pass. to be sorely pricked, κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ NTest. to be stupefied, to slumber, Lxx.

ShortDef

stab, gouge

Debugging

Headword:
κατανύσσω
Headword (normalized):
κατανύσσω
Headword (normalized/stripped):
κατανυσσω
IDX:
17108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17124
Key:
katanu/ssomai

Data

{'content': 'κατανύσσω\n aor2 -ενύγην\n in Pass. to be sorely pricked, κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ NTest.\n to be stupefied, to slumber, Lxx.', 'key': 'katanu/ssomai'}