Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατανόησις
κατάνομαι
κατανοτίζω
κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανύω
καταξαίνω
καταξενόομαι
κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
καταπαλαίω
View word page
κατάνυξις
κατάνυξις κατάνυξις, εως stupefaction, slumber, NTest.

ShortDef

stupefaction, slumber

Debugging

Headword:
κατάνυξις
Headword (normalized):
κατάνυξις
Headword (normalized/stripped):
κατανυξις
IDX:
17107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17123
Key:
kata/nucis

Data

{'content': 'κατάνυξις\n κατάνυξις, εως\n stupefaction, slumber, NTest.', 'key': 'kata/nucis'}