Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατανοέω
κατανόησις
κατάνομαι
κατανοτίζω
κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανύω
καταξαίνω
καταξενόομαι
κατάξιος
καταξιόω
κατᾴορος
καταπαίζω
καταπακτός
View word page
καταντλέω
καταντλέω fut. ήσω to pour water over:—metaph. to pour a flood of words over, τινός Ar.

ShortDef

to pour

Debugging

Headword:
καταντλέω
Headword (normalized):
καταντλέω
Headword (normalized/stripped):
καταντλεω
IDX:
17106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17122
Key:
katantle/w

Data

{'content': 'καταντλέω\n fut. ήσω\n to pour water over:—metaph. to pour a flood of words over, τινός Ar.', 'key': 'katantle/w'}