Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανίφω
κατανοέω
κατανόησις
κατάνομαι
κατανοτίζω
κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανύω
View word page
κατανοτίζω
κατανοτίζω fut. σω to bedew, Eur.

ShortDef

to bedew

Debugging

Headword:
κατανοτίζω
Headword (normalized):
κατανοτίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανοτιζω
IDX:
17099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17115
Key:
katanoti/zw

Data

{'content': 'κατανοτίζω\n fut. σω\n to bedew, Eur.', 'key': 'katanoti/zw'}