Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανίφω
κατανοέω
κατανόησις
κατάνομαι
κατανοτίζω
κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
κατανύσσω
View word page
κατάνομαι
κατάνομαι ἄνω Pass. to be used up or wasted, Od.
ShortDef
to be used up
Debugging
Headword:
κατάνομαι
Headword (normalized):
κατάνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανομαι
IDX:
17098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17114
Key:
kata/nomai
Data
{'content': 'κατάνομαι\n ἄνω\n Pass. to be used up or wasted, Od.', 'key': 'kata/nomai'}