Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανίφω
κατανοέω
κατανόησις
κατάνομαι
κατανοτίζω
κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάνυξις
View word page
κατανόησις
κατανόησις from κατανοέω κατανόησις, εως observation: means of observing, Plut.

ShortDef

observation: means of observing

Debugging

Headword:
κατανόησις
Headword (normalized):
κατανόησις
Headword (normalized/stripped):
κατανοησις
IDX:
17097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17113
Key:
katano/hsis

Data

{'content': 'κατανόησις\n from κατανοέω\n κατανόησις, εως\n observation: means of observing, Plut.', 'key': 'katano/hsis'}