Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανίφω
κατανοέω
κατανόησις
κατάνομαι
κατανοτίζω
κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
View word page
κατανίφω
κατανίφω fut. -νίψω to cover with snow, Ar.: metaph. to sprinkle as with snow, Luc. absol., κατανίφει it snows, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι even were it to snow thick as meal, Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατανίφω
Headword (normalized):
κατανίφω
Headword (normalized/stripped):
κατανιφω
IDX:
17095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17111
Key:
katani/fw

Data

{'content': 'κατανίφω\n fut. -νίψω\n to cover with snow, Ar.: metaph. to sprinkle as with snow, Luc.\n absol., κατανίφει it snows, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι even were it to snow thick as meal, Ar.', 'key': 'katani/fw'}