Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανίφω
κατανοέω
κατανόησις
κατάνομαι
κατανοτίζω
κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
καταντίον
View word page
κατανθρακόω
κατανθρακόω to burn to cinders, perf. part. κατηνθρακωμένος Soph. aor1 κατηνθρακώθην Eur.
ShortDef
burn to cinders
Debugging
Headword:
κατανθρακόω
Headword (normalized):
κατανθρακόω
Headword (normalized/stripped):
κατανθρακοω
IDX:
17094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17110
Key:
katanqrako/omai
Data
{'content': 'κατανθρακόω\n to burn to cinders,\n perf. part. κατηνθρακωμένος Soph.\n aor1 κατηνθρακώθην Eur.', 'key': 'katanqrako/omai'}