Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανίφω
κατανοέω
κατανόησις
κατάνομαι
κατανοτίζω
κάταντα
κατάντης
κατάντηστιν
καταντικρύ
View word page
κατανθρακίζω
κατανθρακίζω fut. ίσω to burn to cinders, Anth.
ShortDef
to burn to cinders
Debugging
Headword:
κατανθρακίζω
Headword (normalized):
κατανθρακίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανθρακιζω
IDX:
17093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17109
Key:
katanqraki/zw
Data
{'content': 'κατανθρακίζω\n fut. ίσω\n to burn to cinders, Anth.', 'key': 'katanqraki/zw'}