Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανίφω
κατανοέω
κατανόησις
κατάνομαι
κατανοτίζω
View word page
καταναυμαχέω
καταναυμαχέω fut. ήσω to conquer in a sea-fight, Xen., etc.:—Pass. to be so conquered, Luc.
ShortDef
to conquer in a sea-fight
Debugging
Headword:
καταναυμαχέω
Headword (normalized):
καταναυμαχέω
Headword (normalized/stripped):
καταναυμαχεω
IDX:
17089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17105
Key:
katanaumaxe/w
Data
{'content': 'καταναυμαχέω\n fut. ήσω\n to conquer in a sea-fight, Xen., etc.:—Pass. to be so conquered, Luc.', 'key': 'katanaumaxe/w'}