Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανίφω
κατανοέω
κατανόησις
κατάνομαι
View word page
κατανάσσω
κατανάσσω fut. ξω to stamp or beat down firmly, Hdt.
ShortDef
to stamp
Debugging
Headword:
κατανάσσω
Headword (normalized):
κατανάσσω
Headword (normalized/stripped):
κατανασσω
IDX:
17088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17104
Key:
katana/ssw
Data
{'content': 'κατανάσσω\n fut. ξω\n to stamp or beat down firmly, Hdt.', 'key': 'katana/ssw'}