Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
View word page
καταναθεματίζω
καταναθεματίζω from κατανάθεμα fut. σω to curse, NTest.
ShortDef
to curse
Debugging
Headword:
καταναθεματίζω
Headword (normalized):
καταναθεματίζω
Headword (normalized/stripped):
καταναθεματιζω
IDX:
17084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17100
Key:
katanaqemati/zw
Data
{'content': 'καταναθεματίζω\n from κατανάθεμα\n fut. σω\n to curse, NTest.', 'key': 'katanaqemati/zw'}