Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπία
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωπός
ἀμβολάδην
ἀμβολά
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβροσία
ἀμβρόσιος
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἀμέγαρτος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείρω
ἄμειψις
View word page
ἀμβροτόπωλος
ἀμβροτόπωλος with coursers of immortal strain , Eur.

ShortDef

with coursers of immortal strain

Debugging

Headword:
ἀμβροτόπωλος
Headword (normalized):
ἀμβροτόπωλος
Headword (normalized/stripped):
αμβροτοπωλος
IDX:
1710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1710
Key:
a)mbroto/pwlos

Data

{'content': 'ἀμβροτόπωλος\n with coursers of immortal strain , Eur.', 'key': 'a)mbroto/pwlos'}