Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁγιασμός
ἁγίζω
ἀγινέω
ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
View word page
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλίζομαι = ἀγκάζομαι to embrace, Anth. ἀγκαλιζόμενος in pass. sense, Aesop.

ShortDef

to embrace

Debugging

Headword:
ἀγκαλίζομαι
Headword (normalized):
ἀγκαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγκαλιζομαι
IDX:
171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n171
Key:
a)gkali/zomai

Data

{'content': 'ἀγκαλίζομαι\n = ἀγκάζομαι\n to embrace, Anth.\n ἀγκαλιζόμενος in pass. sense, Aesop.', 'key': 'a)gkali/zomai'}