Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
κατανθρακίζω
View word page
κατανάθεμα
κατανάθεμα a curse, NTest.
ShortDef
a curse
Debugging
Headword:
κατανάθεμα
Headword (normalized):
κατανάθεμα
Headword (normalized/stripped):
καταναθεμα
IDX:
17083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17099
Key:
katana/qema
Data
{'content': 'κατανάθεμα\n a curse, NTest.', 'key': 'katana/qema'}