Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
κατανέω
View word page
καταναγκάζω
καταναγκάζω fut. σω to overpower by force, confine, Eur. to coerce, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.

ShortDef

to overpower by force, confine

Debugging

Headword:
καταναγκάζω
Headword (normalized):
καταναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
καταναγκαζω
IDX:
17082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17098
Key:
katanagka/zw

Data

{'content': 'καταναγκάζω\n fut. σω\n to overpower by force, confine, Eur.\n to coerce, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.', 'key': 'katanagka/zw'}