Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
κατανεύω
View word page
καταμωκάομαι
καταμωκάομαι Dep. to mock at, τινος Plut.
ShortDef
to mock at
Debugging
Headword:
καταμωκάομαι
Headword (normalized):
καταμωκάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμωκαομαι
IDX:
17081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17097
Key:
katamwka/omai
Data
{'content': 'καταμωκάομαι\n Dep. to mock at, τινος Plut.', 'key': 'katamwka/omai'}