Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανέμω
View word page
καταμφικαλύπτω
καταμφικαλύπτω fut. ψω to put all round, Od.

ShortDef

to put all round

Debugging

Headword:
καταμφικαλύπτω
Headword (normalized):
καταμφικαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
καταμφικαλυπτω
IDX:
17080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17096
Key:
katamfikalu/ptw

Data

{'content': 'καταμφικαλύπτω\n fut. ψω\n to put all round, Od.', 'key': 'katamfikalu/ptw'}