Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
View word page
καταμύω
καταμύω fut. ύσω aor1 ἐκάμμυσα Epic inf. καμμῦσαι to shut or close the eyes, Xen., NTest.:—hence to drop asleep, doze, Batr., Ar.
ShortDef
to close one’s eyes, doze off
Debugging
Headword:
καταμύω
Headword (normalized):
καταμύω
Headword (normalized/stripped):
καταμυω
IDX:
17079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17095
Key:
katamu/w
Data
{'content': 'καταμύω\n fut. ύσω\n aor1 ἐκάμμυσα\n Epic inf. καμμῦσαι\n to shut or close the eyes, Xen., NTest.:—hence to drop asleep, doze, Batr., Ar.', 'key': 'katamu/w'}