Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
κατανάσσω
View word page
καταμυττωτεύω
καταμυττωτεύω fut. σω to make mincemeat of, Ar.

ShortDef

to make mincemeat of

Debugging

Headword:
καταμυττωτεύω
Headword (normalized):
καταμυττωτεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμυττωτευω
IDX:
17078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17094
Key:
katamuttwteu/w

Data

{'content': 'καταμυττωτεύω\n fut. σω\n to make mincemeat of, Ar.', 'key': 'katamuttwteu/w'}