Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
καταναρκάω
View word page
καταμύσσω
καταμύσσω fut. ξω to tear, scratch, Theocr.:—Mid., καταμύξατο χεῖρα she scratched her hand, Il.
ShortDef
to tear, scratch
Debugging
Headword:
καταμύσσω
Headword (normalized):
καταμύσσω
Headword (normalized/stripped):
καταμυσσω
IDX:
17077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17093
Key:
katamu/ssw
Data
{'content': 'καταμύσσω\n fut. ξω\n to tear, scratch, Theocr.:—Mid., καταμύξατο χεῖρα she scratched her hand, Il.', 'key': 'katamu/ssw'}