Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
καταναλίσκω
View word page
κατάμυσις
κατάμυσις κατάμῠσις, ιος καταμύω a closing of the eyes, Plut.
ShortDef
a closing of the eyes
Debugging
Headword:
κατάμυσις
Headword (normalized):
κατάμυσις
Headword (normalized/stripped):
καταμυσις
IDX:
17076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17092
Key:
kata/musis
Data
{'content': 'κατάμυσις\n κατάμῠσις, ιος\n καταμύω\n a closing of the eyes, Plut.', 'key': 'kata/musis'}