Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναίω
View word page
καταμπέχω
καταμπέχω and -ίσχω to encompass, κ. ἐν τύμβῳ, i. e. to bury him, Eur.

ShortDef

to encompass

Debugging

Headword:
καταμπέχω
Headword (normalized):
καταμπέχω
Headword (normalized/stripped):
καταμπεχω
IDX:
17075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17091
Key:
katampe/xw

Data

{'content': 'καταμπέχω\n and -ίσχω\n to encompass, κ. ἐν τύμβῳ, i. e. to bury him, Eur.', 'key': 'katampe/xw'}