Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
κατανάθεμα
View word page
καταμόνας
καταμόνας better divisim κατὰ μόνας, v. μόνος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμόνας
Headword (normalized):
καταμόνας
Headword (normalized/stripped):
καταμονας
IDX:
17073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17089
Key:
katamo/nas

Data

{'content': 'καταμόνας\n better divisim κατὰ μόνας, v. μόνος.', 'key': 'katamo/nas'}