Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταναγκάζω
View word page
κατάμομφος
κατάμομφος κατάμομφος, ον καταμέμφομαι liable to blame, inauspicious, Aesch.
ShortDef
liable to blame, inauspicious
Debugging
Headword:
κατάμομφος
Headword (normalized):
κατάμομφος
Headword (normalized/stripped):
καταμομφος
IDX:
17072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17088
Key:
kata/momfos
Data
{'content': 'κατάμομφος\n κατάμομφος, ον\n καταμέμφομαι\n liable to blame, inauspicious, Aesch.', 'key': 'kata/momfos'}