Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
View word page
καταμισθοφορέω
καταμισθοφορέω fut. ήσω to spend in paying public servants or soldiers, Ar., Aeschin.
ShortDef
to spend in paying
Debugging
Headword:
καταμισθοφορέω
Headword (normalized):
καταμισθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
καταμισθοφορεω
IDX:
17071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17087
Key:
katamisqofore/w
Data
{'content': 'καταμισθοφορέω\n fut. ήσω\n to spend in paying public servants or soldiers, Ar., Aeschin.', 'key': 'katamisqofore/w'}