Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφικαλύπτω
View word page
καταμίσγω
καταμίσγω = καταμίγνῡμι, Hhymn. Mid. in pass. sense

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμίσγω
Headword (normalized):
καταμίσγω
Headword (normalized/stripped):
καταμισγω
IDX:
17070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17086
Key:
katami/sgw

Data

{'content': 'καταμίσγω\n = καταμίγνῡμι, Hhymn.\n Mid. in pass. sense', 'key': 'katami/sgw'}