Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
View word page
καταμίγνυμι
καταμίγνυμι or -ύω fut. -μίξω Epic aor1 part. καμμίξας to mix up, mingle the ingredients, Il., Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμίγνυμι
Headword (normalized):
καταμίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταμιγνυμι
IDX:
17069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17085
Key:
katami/gnumi

Data

{'content': 'καταμίγνυμι\n or -ύω\n fut. -μίξω\n Epic aor1 part. καμμίξας\n to mix up, mingle the ingredients, Il., Ar.', 'key': 'katami/gnumi'}