Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
View word page
καταμιαίνω
καταμιαίνω fut. -ανῶ to taint, defile, Pind., Plat.:— Pass. to wear squalid garments as a sign of grief, wear mourning (cf. Lat. sordidatus), Hdt.

ShortDef

to taint, defile

Debugging

Headword:
καταμιαίνω
Headword (normalized):
καταμιαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταμιαινω
IDX:
17068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17084
Key:
katamiai/nw

Data

{'content': 'καταμιαίνω\n fut. -ανῶ\n to taint, defile, Pind., Plat.:— Pass. to wear squalid garments as a sign of grief, wear mourning (cf. Lat. sordidatus), Hdt.', 'key': 'katamiai/nw'}