Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
καταμύσσω
View word page
καταμηνύω
καταμηνύω fut. ύσω to point out, make known, indicate, Hdt. to inform against, τινός Xen.
ShortDef
to point out, make known, indicate
Debugging
Headword:
καταμηνύω
Headword (normalized):
καταμηνύω
Headword (normalized/stripped):
καταμηνυω
IDX:
17067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17083
Key:
katamhnu/w
Data
{'content': 'καταμηνύω\n fut. ύσω\n to point out, make known, indicate, Hdt.\n to inform against, τινός Xen.', 'key': 'katamhnu/w'}