Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονομαχέω
καταμπέχω
κατάμυσις
View word page
καταμηλόω
καταμηλόω fut. ώσω to put in a probe: metaph., κημὸν κ. to use the ballot-box as a probe, i. e. make a peculator disgorge what he has stolen, Ar.

ShortDef

to put in a probe

Debugging

Headword:
καταμηλόω
Headword (normalized):
καταμηλόω
Headword (normalized/stripped):
καταμηλοω
IDX:
17066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17082
Key:
katamhlo/w

Data

{'content': 'καταμηλόω\n fut. ώσω\n to put in a probe: metaph., κημὸν κ. to use the ballot-box as a probe, i. e. make a peculator disgorge what he has stolen, Ar.', 'key': 'katamhlo/w'}