Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπία
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωπός
ἀμβολάδην
ἀμβολά
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβροσία
ἀμβρόσιος
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἀμέγαρτος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
View word page
ἀμβροσία
ἀμβροσία ἄμβροτος ambrosia (i.e. immortality), the food of the gods, Hom., etc.

ShortDef

immortality; ambrosia

Debugging

Headword:
ἀμβροσία
Headword (normalized):
ἀμβροσία
Headword (normalized/stripped):
αμβροσια
IDX:
1708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1708
Key:
a)mbrosi/h

Data

{'content': 'ἀμβροσία\n ἄμβροτος\n ambrosia (i.e. immortality), the food of the gods, Hom., etc.', 'key': 'a)mbrosi/h'}