Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμόνας
View word page
καταμένω
καταμένω fut. -μενῶ aor1 κατ-έμεινα to stay behind, stay, Hdt., Attic to remain fixed, continue in a certain state, Xen.
ShortDef
to stay behind, stay
Debugging
Headword:
καταμένω
Headword (normalized):
καταμένω
Headword (normalized/stripped):
καταμενω
IDX:
17063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17079
Key:
katame/nw
Data
{'content': 'καταμένω\n fut. -μενῶ\n aor1 κατ-έμεινα\n to stay behind, stay, Hdt., Attic\n to remain fixed, continue in a certain state, Xen.', 'key': 'katame/nw'}