Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
View word page
κατάμεμψις
κατάμεμψις from καταμέμφομαι κατάμεμψις, εως a blaming, finding fault, Thuc.; οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no ground for censure, Thuc.
ShortDef
a blaming, finding fault
Debugging
Headword:
κατάμεμψις
Headword (normalized):
κατάμεμψις
Headword (normalized/stripped):
καταμεμψις
IDX:
17062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17078
Key:
kata/memyis
Data
{'content': 'κατάμεμψις\n from καταμέμφομαι\n κατάμεμψις, εως\n a blaming, finding fault, Thuc.; οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no ground for censure, Thuc.', 'key': 'kata/memyis'}