Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
View word page
καταμέμφομαι
καταμέμφομαι fut. ψομαι aor1 -εμεμψάμην or -εμέμφθην to find great fault with, blame greatly, accuse, Thuc., Plat.
ShortDef
to find great fault with, blame greatly, accuse
Debugging
Headword:
καταμέμφομαι
Headword (normalized):
καταμέμφομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμεμφομαι
IDX:
17061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17077
Key:
katame/mfomai
Data
{'content': 'καταμέμφομαι\n fut. ψομαι\n aor1 -εμεμψάμην\n or -εμέμφθην\n to find great fault with, blame greatly, accuse, Thuc., Plat.', 'key': 'katame/mfomai'}