Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
καταμίσγω
View word page
κατάμεμπτος
κατάμεμπτος κατάμεμπτος, ον blamed by all, abhorred, Soph.: neut. pl. as adv. so as to have cause to find fault, Il.
ShortDef
blamed by all, abhorred
Debugging
Headword:
κατάμεμπτος
Headword (normalized):
κατάμεμπτος
Headword (normalized/stripped):
καταμεμπτος
IDX:
17060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17076
Key:
kata/memptos
Data
{'content': 'κατάμεμπτος\n κατάμεμπτος, ον\n blamed by all, abhorred, Soph.: neut. pl. as adv. so as to have cause to find fault, Il.', 'key': 'kata/memptos'}