Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεθύσκω
καταμελέω
καταμελιτόω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμετρέω
καταμηλόω
καταμηνύω
καταμιαίνω
καταμίγνυμι
View word page
καταμελιτόω
καταμελιτόω fut. ώσω to spread over with honey, metaph. of the nightingaleʼs voice, Ar.
ShortDef
to spread over with honey
Debugging
Headword:
καταμελιτόω
Headword (normalized):
καταμελιτόω
Headword (normalized/stripped):
καταμελιτοω
IDX:
17059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17075
Key:
katamelito/w
Data
{'content': 'καταμελιτόω\n fut. ώσω\n to spread over with honey, metaph. of the nightingaleʼs voice, Ar.', 'key': 'katamelito/w'}